- επιτράπεζος
- ἐπιτράπεζος, -ον (AM)μσν.αυτός που λέγεται στο τραπέζιαρχ.επιτραπέζιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτράπεζος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτράπεζα — ἐπιτράπεζος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek